`Not made for walking`

“The play of reality”

Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα τα υποδήματα αποτέλεσαν το βασικό στοιχείο διαμεσολάβησης στην επαφή του ανθρώπινου σώματος με τη γη. Ως λειτουργικά αντικείμενα μας επιτρέπουν να κινούμαστε με ασφάλεια και να εξερευνούμε το φυσικό χώρο, παραπέμποντας στις έννοιες της γείωσης αλλά και της απελευθέρωσης, της αφετηρίας για νέες εξερευνήσεις και εμπειρίες. Κατασκευασμένα κυρίως από οργανικά και αργότερα από σύγχρονα υλικά, αγκαλιάζουν και υποστηρίζουν τα κάτω άκρα, προσφέροντας προστασία και άνεση. Η επιλογή τους συνδέεται με την περίσταση και το περπάτημα σε ένα κοινωνικά προσδιορισμένο περιβάλλον καθορίζεται από το είδος και την ποιότητα των παπουτσιών. Πέρα από όποιες Φροϋδικές αναφορές περί ερωτικού συμβολισμού, που μετατρέπουν τα υποδήματα σε φετιχιστικό αγαθό, και ταυτισμένα παράλληλα με έννοιες, όπως ενδεικτικά η ματαιοδοξία, η εξουσία, αλλά και η ταπεινότητα, τα παπούτσια καθιερώθηκαν ως σύμβολο που λειτουργεί στο υποσυνείδητο περισσότερο από τον γραπτό ή προφορικό λόγο, διαχρονικό τεκμήριο των κοινωνικών και αισθητικών αντιλήψεων. 

Από την άλλη πλευρά η κεραμική τέχνη προτάσσει διαφορετικές έννοιες μέσω των ιδιοτήτων των υλικών της, μολονότι μοιράζεται το γήινο στοιχείο με τα υποδήματα, σε ότι αφορά τα υλικά του πρώτου ως συστατικό της γήινης επιφάνειας και τη σύνδεση του τελευταίου σε σχέση με την επαφή με τη γη. Η τεχνική χαρακτηρίζεται από τη χρήση αδρανών, γήινων υλικών, που μορφώνονται μέσω της χύτευσης ή του πλασμού και αποκτούν σχήμα, στερεοποιούμενα σε υψηλή θερμοκρασία. Συνδεδεμένα με τη χρηστική και διακοσμητική πρόθεση και λειτουργία τα κεραμικά αντικείμενα αποτέλεσαν προϊόν εμπορίου, αφού η διαδικασία χύτευσης σε πρότυπες φόρμες (εκμαγεία) επέτρεπε τη μαζική αναπαραγωγή τους. Διατηρώντας μια θέση ανάμεσα στις εφαρμοσμένες και στις μη εφαρμοσμένες τέχνες, η κεραμική τέχνη συμβάλλει στην κατάργηση της αντίθεσης ανάμεσα στην καθημερινή ζωή και την τέχνη σύμφωνα με την αντίληψη του Andy Warhol. 

Στο διατηρητέο κτήριο της Συλλογής Ελληνικών Ενδυμασιών ‘Βικτώρια Γ. Καρέλια’ στο ιστορικό κέντρο της Καλαμάτας, που πραγματεύεται τον Ελληνικό λαϊκό και αστικό πολιτισμό μέσα από τη βιωματική και αισθητική εμπειρία, η Χριστίνα Μόραλη εκθέτει την εικαστική εγκατάσταση με τίτλο “Not made for walking”. Παπούτσια ανδρικά και γυναικεία, πέδιλα, παντόφλες και σαγιονάρες, δερμάτινα, ψάθινα και πλαστικά, με ψηλές ή χαμηλές σόλες και τακούνια διάφορα, ενίοτε σε σχήμα καμπάνας, καινούργια ή φθαρμένα και παραμορφωμένα, αναπτύσσονται στοιβαγμένα σε σωρούς, τοποθετημένα πάνω στα κουτιά συσκευασίας, σε μαξιλάρια, ή ταξινομημένα εν σειρά σε προθήκες. Συνθέτουν έτσι ένα εντυπωσιακό σύνολο που παραπέμπει σε μνήμες παλαιότερων πρακτικών και συμπεριφορών σε σχέση με την απόκτηση και τη χρήση τους. Η αντικατάσταση των υλικών κατασκευής τους, του πηλού, του γύψου και της πορσελάνης αντί του δέρματος, των φυτικών ινών και του λάστιχου ή συνθετικού, καθιστούν τα αντικείμενα άκαμπτα, καθώς στερεοποιούνται, ενσωματώνοντας τα αποτυπώματα από την καθημερινή χρήση. Οι εκδορές και τα τσακίσματα από το περπάτημα, το ξεχείλωμα και τα ζαρώματα αποδίδονται λεπτομερώς, ενώ με τις σύνθετες τεχνικές χρωματισμού αποκτούν μια πηγαία στιλπνότητα και υαλώδη υφή, ενίοτε μοιάζουν να καλύπτονται από το θαμπό, ρεμβώδες πέπλο του χρόνου. Ομοίως τα κουτιά συσκευασίας με την αρτιότητα των επίπεδων επιφανειών τους και τα τσακίσματα από την πίεση, τα μαξιλάρια με τις πτυχές τους, δημιουργούν γεωμετρικούς όγκους που λειτουργούν ως βάθρο για την ανάδειξη της σημαντικότητας του εκτιθέμενου καταναλωτικού αγαθού και της ατομικότητας. 

Παρά τη συνάφεια με τις έννοιες του χειροποίητου προϊόντος και της μαζικής παραγωγής, προσαρμοσμένων στις ατομικές ανάγκες, μέσω της αλλαγής των υλικών και της δημιουργικής διαδικασίας, η αρχική λειτουργία των αντικειμένων αναιρείται οριστικά, ανατρέποντας την αισθητική εμπειρία. Το λειτουργικό προτείνεται ως μη λειτουργικό, πολύτιμο και μοναδικό. Η εικαστική εγκατάσταση εξελίσσεται ως μεταφορά για το σύγχρονο πολιτισμό με σύνθετες αναφορές και προεκτάσεις σχετικά με το συγκεκριμένο είδος της ανθρώπινης ενδυμασίας, τη μόδα και τον καλλωπισμό και κατ΄ επέκταση τη σημαντικότητα της ατομικότητας. Η Χριστίνα Μόραλη με μια νοσταλγική και κριτική διάθεση επεξεργάζεται τα αποσπάσματα μιας αφήγησης του παρελθόντος, καταλήγοντας στη δημιουργία μιας νέας εκδοχής, όπου η τέχνη συναντά το καθημερινό, το εφήμερο και το readymade. Οι μνήμες από τις παλαιές βιτρίνες με τα υποδήματα αραδιασμένα πάνω στα κουτιά τους, η απουσία του ανθρωπίνου σώματος και η ανάκληση του μέσω του αποσπασματικού υποκατάστατου, η ομορφιά της ευθραυστότητας, αλλά και το kitsch στοιχείο αισθητικοποιούνται διαμέσου της αποστασιοποίησης από το λειτουργικό αντικείμενο. Αποκτούν έτσι το χαρακτήρα ενός μνημείου, που εμπεριέχει ένα στοιχείο ενδόμυχης ειρωνείας σχετικά με την αισθητική της απόκτησης, συνδεδεμένης με τη συμπεριφορά και την αλλαγή των ρόλων για μια νέα προσέγγιση στη ζωή. Η αποξένωση από το πραγματικό αντικείμενο λειτουργεί εστιάζοντας στο μη πραγματικό στοιχείο του. Μέσα από αυτή τη διαδικασία δημιουργούνται νέες παραστάσεις, όπου το μη πραγματικό υπάρχει πλέον μέσω της ομοιότητας με τον εαυτό του (J. Baudrillard). Το αντικείμενο επινοείται εκ νέου και η ρεαλιστική του ταυτότητα μεταμορφώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να καταλήξει σε ένα παιχνίδι της πραγματικότητας.

Τάσος Κουτσουρής 

Κριτικός τέχνης